- Φιλησίου
- Φιλήσιοςmasc gen sgΦιλησίαςmasc gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Φιλησίου — Φιλήσιος masc gen sg Φιλησίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλησίου — φιλήσιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήσια — τὰ, Α [Φιλήσιος] 1. (ενν. ἱερὰ) εορτή προς τιμήν τού Φιλησίου Απόλλωνος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φιλοτήσια, προσφιλῆ»· … Dictionary of Greek